- διατείνω
- (AM διατείνω)1. τεντώνω, τείνω εντελώς2. μέσ. διατείνομαιισχυρίζομαι, υποστηρίζω, επιμένω στη γνώμη μουνεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η διατείνουσακεραία τών παλαιών ιστιοφόρων, την οποία τοποθετούσαν για να επεκτείνουν τετράγωνο ιστίο και να αυξάνουν την ταχύτητα με ευνοϊκό ή ισχυρό άνεμο(μσν.-αρχ.). εναντιώνομαι, αντιλέγω («διατείνας εὐθὺς ἀντεπεκρίθην»)αρχ.1. (αμτβ.) εκτείνομαι σε χώρο και χρόνο2. ζω ώς την εποχή κάποιου3. φθάνω, έρχομαι4. αφορώ σε κάτι5. ωφελώ6. μέσ. (για όπλα) βάλλω7. προσπαθώ8. εντείνω τις δυνάμεις μου, ασκώ τον εαυτό μου9. (με το μη και απρφ.) εμποδίζω έντονα («διετείναντο αὐτὸν μὴ εἰσελθεῑν εἰς ὑμᾱς», Αντιφών).
Dictionary of Greek. 2013.